Τα 61+ (εξήντα ένα plus) χρόνια της ζωής μου και 37+ του διδασκαλικού βίου μου (για να χρησιμοποιήσω τη σύγχρονη ορολογία-νέα αργκό) με τα δυο πόδια στην σύνταξη, είναι ένα σημαντικό μεταίχμιο και μια καλή ευκαιρία αναστοχασμού.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους/ες εκείνους/ες που μοιράστηκα μαζί τους αγωνίες και έμαθα κοντά τους να πορεύομαι με την συναρπαστική αρχή της ανάληψης ευθύνης: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γη. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω» λέει ο Καζαντζάκης. Έμαθα κοντά τους ότι ήρθα στον κόσμο όχι για να προσαρμόσω τον εαυτό μου σε αυτόν, αλλά για να αναλάβω τη ευθύνη στο εδώ και τώρα της κάθε μέρας. Ήρθα στον κόσμο για να προσπαθήσω μαζί με άλλους/ες να τον αλλάξουμε. Ίσως να μην τα κατάφερα(-αμε) ως τώρα. Ίσως και να μην τα καταφέρω (-ουμε) ως το τέλος. Τουλάχιστον ξέρουμε ότι μπορεί ο κόσμος να αλλάξει και ότι έχει μεγάλη σημασία να το συνειδητοποιήσω(-ουμε) αυτό και να προσπαθήσω(-ουμε). Το σχολείο, η εκπαίδευση και η μόρφωση είναι βασικοί πυλώνες αυτής της προσπάθειας συνειδητοποίησης. Γνωρίζω τον χαρακτηρισμό περί αυτού: Ουτοπιστής - αθεράπευτα Αφελής.
Ένας μεγάλος Δάσκαλος, ο Πάουλο Φρέιρε λέει για το ζήτημα: «Πρώτα απ’ όλα θεωρώ τον εαυτό μου αφελή, επειδή η σχέση μεταξύ αφέλειας και καλής θέλησης είναι περισσότερο Διαλεκτική και όχι μηχανιστική…. Το ζήτημα δεν είναι να χάσουμε τον αγώνα, αλλά να πάψουμε να πειραματιζόμαστε με διαφορετικούς τρόπους αγώνα» για δικαιότερη κοινωνία. Επιπλέον ο ίδιος ο Φρέιρε συνεχώς τόνιζε την σημασία του παιδαγωγικού οράματος των δασκάλων για ένα καλύτερο μέλλον των μαθητών/τριών τους. Ουτοπία δεν είναι ένας μη πραγματικός τόπος, όπως πολλοί/ές νομίζουν. Ουτοπία είναι η καταγγελία των άδικων καταστάσεων της κοινωνίας και η αναγγελία μιας νέας, τουλάχιστον δικαιότερης κοινωνίας.
Γνωρίζω ότι οι αλλαγές είναι δύσκολες, κυρίως οι κοινωνικές. Ξεκινώντας όμως από το μικρόκοσμο του σχολείου γνωρίζω ότι κάποιες από αυτές είναι εφικτές: Αναλφάβητοι καθίστανται εγγράμματοι. Μαθαίνουν τα γράμματα, σημαίνει ότι γράφουν και διαμορφώνουν την προσωπική τους ιστορία. Αυτή η διαδικασία είναι μια σημαντική αλλαγή στη ζωή τους μέσω του σχολείου.
Η προσωπική μορφωτική και εγγράμματη αλλαγή στη ζωή –ιστορία- του/της καθενός/μιας αποτελεί- είναι πράξη πολιτικής συνειδητοποίησης. Αυτή η πράξη είναι η απαρχή για την κοινωνική αλλαγή για μια ομάδα αναλφάβητων (και των παιδιών από την Α τάξη δημοτικού). Ταυτόχρονα οι γραμματισμοί «αναλφάβητων» ως διαδικασία είναι μια σημαντική πολιτική και πολιτιστική αλλαγή και δεν αφορά μόνο τους «πρώην αναλφάβητους/ες» αλλά όλους/ες μας. Αν άρχιζα να πιστεύω ότι οι αλλαγές είναι αδύνατες, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να συνεχίσω να εργάζομαι και να προσπαθώ. Δεν θα υπήρχε ελπίδα. Το σχολείο ιστορικά είναι συνδεδεμένο με την ελπίδα και με την υπόσχεση για μια καλύτερη ζωή. Γνωρίζω όμως ότι για πολλούς ανθρώπους η υπόσχεση αυτή είναι ανεκπλήρωτη. «Αν η αλλαγή δεν είναι εφικτή και δεν υπάρχει ελπίδα, τότε το μόνο που μένει είναι ο κυνισμός. Αν υποπέσουμε στον κυνισμό και στην μοιρολατρία, τότε πεθαίνουμε ακόμα κι αν είμαστε ζωντανοί» λέει ο Φρέιρε.
Ως δάσκαλος είμαι πραγματικά ευγνώμων σε όλους/ες τους/τις δασκάλους/ες μου, τους/τις φίλους/ες τους/τις συναδέλφους/σσες, τους/τις πολύ κοντινούς/ες μου και τους/τις μαθητές/τριές μου στις Σέρρες, στην Κέρκυρα και στη Θεσσαλονίκη για όσες εμπειρίες απλόχερα μου χάρισαν. Οφείλω ευχαριστίες: στην δασκάλα μου την κ Μαρία, που με πήρε πρωτάκι και μου έμαθε να χαράζω τα γράμματα. Στον επί πέντε χρόνια δάσκαλό μου, τον κ Κώστα (από τη Β΄ ως την Στ΄ τάξη- δημοτικού) στη Μεσολακκιά Σερρών, που μου κάρφωνε στο μυαλό κάθε μέρα γνώσεις και αξίες ζωής. Στους/στις καθηγητές/τριες του τότε εξαταξίου Γυμνασίου Ροδολίβους Σερρών. Στους/στις δασκάλους/ες της ακαδημίας Αλεξανδρούπολης. Στους/στις Πανεπιστημιακούς/ές δασκάλους/ες μου στο ΑΠΘ. Ο καθένας και η καθεμιά με τον τρόπο του/της ακόμα και με τις έντονες διαφωνίες με δίδαξε να διαβάζω τις διαφορετικές καταστάσεις στον ιδιαίτερο χρόνο και χώρο με τις διαφορετικές συνθήκες. Όλοι/ες αυτοί/ες μου στερέωσαν διαχρονικές αρχές και αξίες, για να βλέπω τον κόσμο και να τον διαβάζω στην εκάστοτε ιστορική στιγμή. Και γιατί όχι, τολμώ να πω ότι πολλές φορές με παρότρυναν χωρίς να το καταλαβαίνουν, να διαβάζω τον κόσμο και ανάποδα χωρίς τα πολλά «πρέπει». Ο Ελύτης έγραψε σχετικά: Πάρε το πρέπει και γδάρτο από την ανάποδη.
Επιτρέψτε μου όμως να θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου, γιατί επί 34 χρόνια είχα (κι έχω) κοντά μου, δάσκαλό μου, τον Γ. Τσιάκαλο, ομότιμο καθηγητή του Παιδαγωγικού Τμήματος του ΑΠΘ. Κοντά του έμαθα να μελετώ και να ερευνώ τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνθήκες. Μ’ έπαιρνε κοντά, για να μου δείχνει τον ορίζοντα της επιστήμης και με βοηθούσε να χαράζω δύσκολες πορείες. Ο Γκαίτε στον Φάουστ λέει «Εύκολο λάφυρο δεν το ζυγώνω το δυσκολόπαρτο μ’ ευφραίνει μόνο». Κοντά του έμαθα να μην πέφτω θύμα του εύκολου λόγου, αλλά να ερευνώ και να βλέπω τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις της επιστημονικής γνώσης και ταυτόχρονα να αδράχνω στα δικά μου (στιβαρά) χέρια την ευθύνη και την αλληλεγγύη. Καθημερινά μου δίδασκε την Πλατωνική ρήση πως όταν η επιστήμη χωρίζεται από την αρετή, είναι πανουργία.
Με άλλα λόγια κοντά του έμαθα πως όταν η θεωρία της εκπαίδευσης χωρίζεται από την πράξη του σχολείου και της τάξης, καταντά βερμπαλισμός και πατερναλισμός. Και το αντίθετο όταν η σχολική διδασκαλία χωρίζεται από την θεωρία της επιστήμης, καταντά πρακτικισμός και στείρος ακτιβισμός. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση δεν υπάρχει δυνατότητα πραγματικής εκπαίδευσης, μόρφωσης και παιδείας. Η θεωρία και η πράξη μόνο ως όψεις του ίδιου νομίσματος δομούν και στερεώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Με έμαθε να λέω ότι όλοι/ες είμαστε νάνοι σε ώμους γιγάντων, που μας παίρνουν στους ώμους τους για να δούμε καλύτερα τον κόσμο.
37+ χρόνια έζησα και εργάστηκα κοντά στα παιδιά και μ’ άφηναν να «κλέβω» από τη ζωντάνια τους, από τη χαρά και την ζωή τους. Γι αυτήν την «κλεψιά» τα ευχαριστώ ιδιαίτερα. Έστηνα τ’ αφτιά μου, για να αφουγκραστώ τις αγωνίες, τους φόβους, τους πόνους και τις περιέργειές τους. Έρχονταν στο σχολείο όλο ζωντάνια, όλο φαντασία και δημιουργικότητα κι εγώ πόσες φορές δεν τους την έκοβα, γιατί άλλα «έπρεπε» να μάθουν. Ήμουν τυχερός, γιατί τα περισσότερα παιδιά είναι μεγαλόψυχα και δέχονταν ότι, παρ’ όλο που δεν καταλαβαίνουν τους λόγους για την άσκοπη –γι αυτά – σχολική δραστηριότητα, ήξερα ως δάσκαλος πολύ καλά ποιος ήταν ο σκοπός της κάθε δραστηριότητας. Αυτή η εμπιστοσύνη τους ήταν πολύ συγκινητική. Ευτυχώς όμως σε κάθε κουραστική και μονότονη δραστηριότητα χτυπούσε το κουδούνι, για να ακολουθήσει το λυτρωτικό διάλειμμα. Έζησα την ζωντάνια τους στα διαλείμματα, στις αξέχαστες εκδρομές και ιδίως στις συγκινητικές γιορτές, που τις ζούσα από κοντά μαζί τους σαν μικρό παιδί. Το «σμίλεψε δάσκαλε ψυχές» του Παλαμά μάλλον λειτουργούσε αντίθετα. Με σμίλευαν. Η ζωή μου γινόταν πιο πλούσια κάθε μέρα, αφού τα «έκλεβα» και «πλούτιζα» χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα από «την κλεψιά» εκείνα τα αθώα βλέμματα.
Άλλοτε πάλι- πολλές φορές στην τάξη είχα τη φαντασίωση πως μαζί με τα παιδιά ήμασταν επιβάτες ενός παραμυθένιου καραβιού και μας πετούσαν τα κύματα στα πέλαγα της γνώσης του κόσμου. Έτρεφα την ψευδαίσθηση και είχα την εντύπωση πως κρατούσα το τιμόνι. Αυτή η εντύπωση μου ενίσχυε την υπόληψη και πολλές φορές την αυτοεκτίμηση (όπως λέει ο Χένρυ Τζέιμς στο: «Το στρίψιμο της βίδας»). Άλλοτε πάλι οι «μικροί μπαλαδόροι» μου έκαναν τρίπλες και μου έβαζαν τρικλοποδιές, για να ξεγλιστρήσει κάποιος/α συμμαθητής/τριά τους από το μονότονο αναλυτικό πρόγραμμα, γιατί ήθελε να ακούσει τις φωνές του δρόμου και τα τραγούδια από τα μεγάφωνα των αυτοκινήτων. Σκηνές του θεάτρου της τάξης μας, που δεν είχε σε τίποτε να ζηλέψει από την τάξη του μικρού «Νικολιού» του Καζαντζάκη, που τόλμησε να πει: «Σώπα δάσκαλε. Σώπα ν’ ακούσουμε το πουλί». Και από τις πιο ωραίες στιγμές, εκείνες που τα παιδιά καμώνονταν πως ήταν απορροφημένα από το μάθημα και από τα παραμύθια μου, ενώ συνωμοτούσαν κάτω από την μύτη μου, για να με ξεγελάσουν, ιδίως όταν γυρνούσα να γράψω κάτι στον πίνακα.
Αυτές είναι κάποιες σκηνές του ιδιόμορφου θεάτρου της τάξης, που με γοήτευαν και με μάγευαν. Σήμερα θα τις αμπαρώσω στα μύχια της σκέψης μου. Η θεατρική παράσταση στην τάξη τελειώνει. Για χρόνια κάθε 15 Ιουνίου ζούσαμε για το χειροκρότημα της παράστασης. Δυο χρόνια τώρα επικρατεί βουβαμάρα και μελαγχολία μετά την παράσταση, που φέρει τον τίτλο «Στα χρόνια της πανδημίας και της τηλεκπαίδευσης». Μόνο μελαγχολία προκαλεί «το βουβό χειροκρότημα» της σχολικής λήξης. Με τρομάζει η ονειροπόληση. Με τρομάζει και στη σκέψη ότι θα αποτραβηχτώ στη γωνιά και να περιμένω…. Γι αυτό την τελευταία μέρα της διδακτικής χρονιάς, της περιβόητης χρονιάς της τηλεκπαιδευσης (έτσι θα καταγραφεί στην ιστορία της εκπαίδευσης το διδακτικό έτος 2020-21- τηλεκπαίδευση ένας όρος εκτροπής του επιστημονικού παιδαγωγικού λόγου) έλεγα στους/στις αγαπημένους/ες συναδέλφους του 5ου διαπολιτισμικού Δημοτικού Σχολείου Μενεμένης Δενδροποτάμου: Συνταξιοδοτούμαι ως υπάλληλος – εργαζόμενος του ελληνικού δημοσίου. Δεν συνταξιοδοτούμαι ως «δάσκαλος».
Γι αυτό με τίποτε δεν μπορώ να αποδεχθώ την παραίτηση μου από το να κάνουμε το σχολείο ανθρώπινο. Αν το κάνουμε αυτό ως καθημερινή εκπαιδευτική διαδικασία, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα προσανατολίζουμε κάθε μέρα τον κόσμο στον ανθρωπισμό, την Δημοκρατία και τον σεβασμό της Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας. Δεν είναι εύκολη διαδικασία. Αν θες να δεις πώς λειτουργεί η κοινωνία και οι θεσμοί της προσπάθησε να τους αλλάξεις. Ξέρω πως αυτήν την προοπτική οραματίζονται χιλιάδες δάσκαλοι/ες κάθε πρωί με το που χτυπά το κουδούνι. Σε αυτό το προσκλητήριο στράτευσης δεν μπορώ να πω πως εγκαταλείπω τους/τις συναδέλφους μου: τον Βασίλη, τον Βαγγέλη, τον Γιώργο τον Δημήτρη την Μαρία, την Ειρήνη (ενδεικτικά τα ονόματα) και τόσους/ες άλλους/ες, όπως και τον Αποστόλη, την Θεώνη, τη Θεοδώρα, την Άννα (καθαριστής/στριες, κυλικείο και σίτιση). Με όλους/ες αυτούς/ες καθημερινά βρισκόμασταν στο σχολείο με σκοπό να ξεπεράσουμε το πλαίσιο των διδακτικών υποχρεώσεων του ωραρίου διδασκαλίας. Δίναμε το ιδιαίτερο περιεχόμενο στην σχολική ζωή μέσα από τις σχέσεις μας με την μικρή κοινωνία της σχολικής κοινότητας (συνοικία, καταυλισμοί, φυλακή).
Η σχέση αυτή δομούνταν –δομείται κάθε μέρα- στο παιδαγωγικό μας πρόταγμα που φέρει τον προκλητικό τίτλο «νοιάξιμο», ως ηθική επέκταση του ρόλου μας. Ο Φρέιρε λέει: «Δεν υπάρχει εκπαίδευση χωρίς την ηθική διάσταση και επειδή η ηθική διάσταση συμβαδίζει πάντα με την αισθητική, καθώς υπάρχει πολύ στενή σχέση μεταξύ ομορφιάς και καθαριότητας, η εκπαίδευση είναι και μια αισθητική διαδικασία». Συμπληρώνοντας το πρόταγμά μας με «την αισθητική» ήταν και είναι για πολλούς και πολλές από εμάς αυτονόητες ως παιδαγωγικές διαδικασίες οι «αισθητικές» δράσεις κάθε μέρα στο σχολείο, που είχαν να κάνουν με: το βάψιμο των αιθουσών και των διαδρόμων του σχολείου, τη συμμετοχή στην καθαριότητα και τις ζωγραφιές τοίχου μαζί με τα παιδιά κ.α.
Τα 31 από τα 37 χρόνια δασκαλικής υπηρεσίας στρατεύτηκα δίπλα στους/στις Ρομά/Ρόμισσες (Τσιγγάνοι/ες). Μοιράστηκαν μαζί μου και μοιράστηκα μαζί τους το «όνειρο» της εκπαίδευσης και του σχολείου. Το γεγονός ότι με δέχτηκαν κοντά τους όλα αυτά τα χρόνια είναι μεγάλη τιμή στο πρόσωπό μου. Δεν πίστεψα ποτέ στο τέλος της ιστορίας και των ιδεολογιών, η οποία για τους/τις Ρομά/σσες περικλείεται στο ιδεολόγημα της δήθεν πολιτισμικής ασυμβατότητάς τους με την εκπαίδευση: Δεν είναι στο αίμα τους τα γράμματα και το σχολείο, όπως έλεγαν και λένε πολλοί/ες μη Ρομά. Κοντά τους έμαθα να ανατρέπω μικρά και μεγάλα αυτονόητα. Κάθε μέρα διαπίστωνα ότι δεν διαβάζουμε με τα μάτια ούτε ακούμε με τα αυτιά μας, αλλά με τις πεποιθήσεις μας. Για να δεις τον κόσμο με την ματιά των αποκλεισμένων Ρομά ή άλλων αποκλεισμένων ομάδων και ανθρώπων είναι μια δύσκολη διαδικασία, που απαιτεί άρση πολλών αυτονόητων (προσωπικών και κοινωνικών).
Την διαχρονική υπόσχεση- δέσμευση του σχολείου για έναν μορφωμένο κόσμο προσπαθούσαμε να την υλοποιήσουμε με μαθήματα γραμματισμού για ενήλικες Ρομά. Παρά την αγωνία τους για επιβίωση σε συνθήκες ακραίας φτώχειας δεν «το έβαζαν κάτω». Τα κυρίαρχα λεκτικά επινοήματα της πολιτισμικής ασυμβατότητας των Ρομά με την εκπαίδευση και το σχολείο, τα οποία πολλές φορές διατυπώνονται από «επίσημα χείλη» ή σε «κείμενα», είχαν και έχουν ως στόχο να καλύψουν τη σκόπιμη -πολλές φορές διαχρονική- αδιαφορία των θεσμών και της πολιτείας .Η όποια γενίκευση ενέχει χαρακτηριστικά ρατσιστικού λόγου ιδίως όταν στιγματίζει το σύνολο των Ρομά. Διαψεύδοντας τα ρατσιστικά στερεότυπα οφείλουμε να τονίσουμε ότι η επιμονή των Ρομά για την εκπαίδευση κλονίζει όλο αυτό το ιδεολογικό πλέγμα «της πολιτισμικής ασυμβατότητας». Η συνδημιουργία μαζί τους έξι βιβλίων με κείμενά των παιδιών Ρομά για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Παιδιού είναι μια απάντηση στην δήθεν ασυμβατότητα.
Με άλλα λόγια η δράση και η συμμετοχή των Ρομά στο σχολείο λειτουργεί «εξανθρωπιστικά» για τον σχολικό θεσμό και για μένα τον δάσκαλο. Η «εξανθρωπιστική» συμμετοχή τους ξαναδίνει το πραγματικό ανθρωπιστικό περιεχόμενο της πολιτικής αποστολής του σχολείου σε αντιδιαστολή με τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πολιτικές απαιτήσεις. Ένα σχολείο ευαισθησίας, ανθρωπιάς και ελπίδας διαμορφώνεται από την συμμετοχή τους. «Ένα σχολείο που αφουγκράζεται και θα αφουγκράζεται» την αγωνία των γονιών Ρομά για τη μόρφωση πρωτίστως των παιδιών τους και στη συνέχεια θα αναλάβει δράσεις για την μόρφωση και των ίδιων των ενηλίκων. Αυτή είναι η παιδαγωγική υπόσχεση της καθημερινότητας του σχολείου, αν και γνωρίζουμε ότι εξακολουθεί για πολλούς/ες Ρομά να είναι μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση.
Πολλοί/ες ενήλικες και νέοι/ες Ρομά/Ρόμισσες, που δεν φοίτησαν κανονικά στο σχολείο, μοιράστηκαν μαζί μου τα μαθήματα γραμματισμού τους για πάνω από 15 χρόνια κάθε απόγευμα. Πλούτισα την διδακτική εμπειρία (ερευνητικά και επιστημονικά) και γέμισα την ζωή μου από την φιλία και την αγάπη τους. Πολλοί/ες από αυτούς/ες (20-65 χρόνων) ξέρω ότι ανέβαιναν τα απογεύματα αργά τα σκαλιά του σχολείου από το βάρος των χρόνων, των πόνων και των κόπων δουλειάς. Πήραν όμως το απολυτήριο δημοτικού σχολείου. Το πήραν με το σπαθί τους. Δεν τους το χάρισε κάποιος. Αν ήταν να τους τα παραδώσει κάποιος/α, έπρεπε να αναρωτηθεί: γιατί τώρα και σε αυτήν την ηλικία; Ποιες οι ευθύνες μου;
Ως δάσκαλος οφείλω, αν μπορώ, «εκπροσωπώντας το σύνολο της εκπαίδευσης», ύστερα από 37+ χρόνια υπηρεσίας να ζητήσω συγγνώμη από τον/την καθένα/μια γι’ αυτήν την καθυστέρηση. Το κάνω αυτό, γιατί ξέρω πως ο χαμένος χρόνος χωρίς την εκπλήρωση του Δικαιώματος της εκπαίδευσης στην χρονική περίοδο που πρέπει, δεν γυρίζει πίσω και δεν προστίθεται στο τέλος της ζωής.
Φεύγω από το σχολείο χωρίς να έχουν θολώσει τα μάτια μου και να έχουν παρασυρθεί τα αυτιά μου από τις σειρήνες των μικροεξουσιών της εκπαίδευσης. Τα περισσότερα χρόνια τα βίωσα σε συμπόρευση με τους αδικημένους. Θεωρούσα και θωρώ πάντα την εκπαίδευση ως πράξη πολιτική και άσκηση ακοής της ιστορίας των από κάτω: μαζί με τους Ρομά, των προσφύγων, των μεταναστών, των φτωχών και των φυλακισμένων (κοντά σε όλες αυτές τις ομάδες εργάστηκα παράλληλα με το σχολείο). Όλες αυτές οι κοινωνικές ομάδες αποτελούν τον χάρτη των αποκλεισμένων, που βιώνουν τις ποικίλες μορφές ρατσισμού.
Στο ιστορικό αυτό «εκπαιδευτικό ταξίδι» καθημερινά, όταν γυρνούσα στο σπίτι ήθελα -και θέλω- να γράφω για την πραγματικότητα που βίωνα κοντά τους: δυστυχώς ακόμα και τούτες τις στιγμές ακούω τις κραυγές, την αγωνία της επιβίωσης και της αδικίας. Σε αυτήν την πορεία δεν ήμουν μόνος. Είχα την τύχη να είμαι δίπλα σε συναδέλφους και φίλους που με στεντόρεια τη φωνή διατυπώνουμε την αλληλεγγύη στα αδικημένα παιδιά ή στα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο (αποκλεισμού, επιβίωσης και ρατσισμού).
Πάντα θα φωνάζουμε πως : Ακόμα κι όταν ένα παιδί είναι εκτός του σχολείου, όταν διώχνεται από το σχολείο, όταν αποτυγχάνει ή όταν συμβαίνουν όλα αυτά μαζί, είναι ΣΚΑΝΔΑΛΟ πολιτικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό και παραβιάζεται το σύνολο των Δικαιωμάτων του. Πόσο μάλλον για τα χιλιάδες παιδιά Ρομά –πολίτες της Ελλάδας- που βιώνουν τους αποκλεισμούς και τους ρατσισμούς (φανερούς και συγκαλυμμένους) του εκπαιδευτικού συστήματος.
Μαζί με τα παιδιά και τους γονείς Ρομά προσπαθούσαμε (και θα προσπαθούμε) να στήσουμε γεφύρια προς το σχολείο και την εκπαίδευση γενικότερα. Ο Καζαντζάκης περιγράφει σχετικά: Ο δάσκαλος γίνεται γέφυρα για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του κι όταν πια έχει διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα να γκρεμιστεί ενθαρρύνοντας το μαθητή του να φτιάξει δικές του γέφυρες. Αυτές τις γέφυρες φροντίζουμε καθημερινά με τα παιδιά και τους γονείς Ρομά να τις συντηρούμε. Ήταν και είναι διπλή η χαρά μας κάθε φορά που βλέπαμε τους/τις Ρομά μαθητές/τριες να κατασκευάζουν τις δικές τους γέφυρες και να καταφέρνουν να φτάσουν στην ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή να περάσουν τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο.
Όμως προκαλούσαν και προκαλούν τουλάχιστον αγανάκτηση οι άδικες εκείνες πολιτικές αποφάσεις που γκρέμιζαν ή γκρεμίζουν τις γέφυρες, που με τόσο κόπο και αγωνία έστηναν τα παιδιά Ρομά. Ήταν κατάφορη αδικία, που βίωσαν τα παιδιά Ρομά όπως και άλλα, πριν μερικά χρόνια από τον περιβόητο «νόμο Αρβανιτόπουλου», που κατάργησε ειδικότητες στην τεχνική εκπαίδευση. Κάποια παιδιά Ρομά στερήθηκαν το απολυτήριο Λυκείου μιας και δεν είχαν τις οικονομικές δυνατότητες για να συνεχίσουν την ειδίκευση και απόκτηση τίτλου σε κάποιο ιδιωτικό ΙΕΚ. Ήταν και είναι αδικία η προ ολίγων μηνών νομοθέτηση της ελάχιστης βάσης βαθμολογίας για την εισαγωγή στα ΑΕΙ σε συνδυασμό με τη μείωση των εισακτέων. Με μαθηματική ακρίβεια έχει αποκλείσει πάλι κάποια παιδιά Ρομά από την φοίτηση σε κάποιο ΑΕΙ. Δυο πολιτικές αποφάσεις οι οποίες με το πρόσχημα της «αριστείας ή του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης» μπορούν να περιγραφούν, να καταγγελθούν και να καταγραφούν στη βιβλιογραφία της εκπαιδευτικής πολιτικής ως κλασσικά παραδείγματα του θεσμικού ρατσισμού.
Σ’ αυτό το σκάνδαλο ποιός/ά θα λογοδοτήσει; Τους έκοψε τα φτερά πάνω στο τελικό πέταγμα ένας «μισάνθρωπος» νόμος, απλώς και μόνο γιατί είναι παιδιά φτωχών οικογενειών, γιατί είναι παιδιά Ρομά. Είναι μια πραγματική ιστορία αδικίας για το πώς λογίζεται η «αριστεία», που τόσο επιδέξια την διαστρεβλώνει ο σύγχρονος κυρίαρχος πολιτικός λόγος, ενώ βαυκαλίζεται ως δήθεν εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αυτές τις πολιτικές επιλογές. Να παλεύουν να στήσουν γέφυρες τα ξεχασμένα παιδιά Ρομά και να τους λένε κατάμουτρα δεν έχετε δικαίωμα να στήσετε γέφυρες στην γνώση. Δεν έχετε ίσο δικαίωμα στη γνώση, στα μορφωτικά εφόδια της ζωής. Δεν έχετε δικαίωμα στη ζωή. Οφείλουμε να κατονομάζουμε αυτούς/ές που με τις μεθοδεύσεις απορρίπτουν και διαχωρίζουν γκρεμίζοντας τα γεφύρια των Ρομά προς την επικράτεια των σπουδών.
Πρόσωπα και θεσμοί που έχουν το θράσος να μιλάνε για γνώση, αλλά οδηγούν σε από-γνωση. Επιδιώκουν να τους περιορίσουν, να τους αποκλείσουν και να τους μετατρέψουν σε ταπεινωμένα κακόμοιρα πλάσματα χωρίς αυτοεκτίμηση και υπόδουλα σε δήθεν σωτήρες. Αν δεν το φωνάξεις αυτό, αν δεν το καταγγείλεις, δεν λύνεις τα κοινωνικά δεσμά του αποκλεισμού και του ρατσισμού. «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» ( όπως λέει ο Τ. Λειβαδίτης), θα σταθείς στο πλάι των μαθητών/τριών σου και θα βροντοφωνάξεις κατάμουτρα στην εξουσία: Ένα μικρό όνειρο είχαν. Να σπουδάσουν. Να μην πάνε στράφι η παγωνιά του χειμώνα ή η θερμοπληξία του καλοκαιριού σε μια παράγκα ή σε ένα σπίτι αποθήκη χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς νερό. Να μην πάει στράφι η ορθοστασία πίσω από τον πάγκο κάποιας λαϊκής τα Σαββατοκύριακα ή τα χιλιόμετρα που περπάτησαν κάποια καλοκαίρια με λιωμένα παπούτσια σε κάποιες παραλίες της Χαλκιδικής ως πλανόδιοι μικροπωλητές. Ε! αυτό μόνο ως κλασσικό μάθημα αδικίας του νεοφιλελευθερισμού και των εκφραστών του μπορεί να λογιστεί.
Οι ευρύτερες κοινωνικές επιπτώσεις των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στο σχολικό -εκπαιδευτικό επίπεδο αποτυπώνονται στις δήθεν μεταρρυθμιστικές εκπαιδευτικές πολιτικές με τον βαρύγδουπο τίτλο «αξιολόγηση εκπαιδευτικών». Πριν 37 χρόνια όταν διοριζόμουν ως δάσκαλος, βίωνα στην σχολική τάξη τον απόηχο της αξιολόγησης των επιθεωρητών. Η τρομοκρατία του επιθεωρητισμού που βίωναν τότε οι δάσκαλοι επανέρχεται σήμερα με τον μανδύα- προβιά- της αξιολόγησης ως δήθεν μεταρρύθμιση. Ξαναβγάζουν από τα μπαούλα του συντηρητισμού ό,τι πιο τραγικό βίωσαν δάσκαλοι/ες και παιδιά. Δεν θα ξεχάσω τις περιγραφές των συναδέλφων δασκάλων για τις ζοφερές εικόνες των επιθεωρητών, όταν έμπαιναν στην τάξη. Οι φανατικοί θιασώτες σήμερα του νεοφιλελευθερισμού φαντασιώνονται την συνεχή «αξιολόγηση» - επιτήρηση της εκπαίδευσης (δασκάλων και παιδιών)- ως δήθεν μεταρρύθμιση και αριστεία ποδοπατώντας την αξιοπρέπεια δασκάλων και παιδιών. Στην πραγματικότητα προσπαθούν να σβήσουν κάθε ίχνος Δημοκρατίας στο σχολείο. Καθιστούν επιθεωρητές τους διευθυντές σχολείων και τους συμβούλους εκπαίδευσης και δυστυχώς κάποιοι/ες από αυτούς/ες φαντασιώνονται αυτάρεσκα στον νέο ρόλο εξουσίας.
Η αξιολόγηση είναι μια εκπαιδευτική διαδικασία, κατά την οποία θα έπρεπε συνεχώς πρώτα- πρώτα να διερευνώνται όλοι εκείνοι οι εκπαιδευτικοί στόχοι και να αλλάζουν ή να τροποποιούνται, όταν αποτυγχάνεται η επίτευξη τους από τα παιδιά. Κατά δεύτερον σε συνδυασμό με τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες -εξαιτίας των οποίων αποτυγχάνουν τα παιδιά- θα περίμενε κανείς να διαμορφώνονται πολιτικές κοινωνικής δικαιοσύνης. Στα «χέρια» επίδοξων νεοφιλελεύθερων πολιτικών η αξιολόγηση διαστρεβλώνεται και εκτρέπεται ως μηχανισμός ιδεολογικής κατάταξης-ιεράρχησης δασκάλων και μαθητών.
Με άλλα λόγια αντί να προβαίνει η εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική σε συνεχείς διαπραγματεύσεις των γνωστικών και άλλων εκπαιδευτικών στόχων, όταν αποτυγχάνουν τα παιδιά, θεωρεί αδιαπραγμάτευτους –θέσφατα- τους στόχους και ταυτόχρονα στοχοποιεί ως ανίκανους/ες τους/τις δασκάλους/ες και τους/τις μαθητές/τριες. Επικαλούνται οι εκφραστές των κυρίαρχων πολιτικών την δήθεν εμπιστοσύνη στην εκπαιδευτική κοινότητα και ιδιαίτερα στους/στις δασκάλους/ες και την ίδια στιγμή τους κατατάσσουν σε διαβαθμισμένη –ιεραρχημένη κλίμακα με χαρακτηρισμούς ικανότητας- ανικανότητας άσκησης του λειτουργήματός τους κλπ.. Πίσω από αυτές τις διοικητικές διαδικασίες αναδεικνύεται απροκάλυπτα ο συκοφαντικός και προσβλητικός πολιτικός λόγος εις βάρος του ρόλου όλων των συνειδητοποιημένων δασκάλων.
Επικαλούνται έννοιες με θετικό κοινωνικό πρόσημο (εμπιστοσύνη, πρόοδος κλπ ακόμα και κοινωνική αλληλεγγύη) προκειμένου να κρύψουν το σκληρό νεοφιλελεύθερο πολιτικό τους υπόβαθρο, που έχει ως στόχο την αδικία, τις κοινωνικές ιεραρχήσεις και τις ανισότητες. Διαδικασίες οι οποίες στο νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό τους πρότυπο είναι αυτονόητες και μάλιστα στο πλαίσιο του πολιτικού προτάγματός τους θεωρούνται φυσιολογικές διαδικασίες (ανισότητες, ανταγωνισμοί κλπ).
Έτσι στο πλαίσιο αυτό η διαδικασία της αξιολόγησης χρησιμοποιείται από την πολιτική εξουσία, για να χειραγωγήσει ιδεολογικά τους/τις δασκάλους/ες και μέσω αυτών τα παιδιά, προκειμένου να τους/τις καταστήσει υποτακτικούς/ες και όχι συνειδητοποιημένους πολίτες. Αυτού του είδους η αξιολόγηση, που τώρα επίσημα πλέον έχει θεσπιστεί, καθίσταται ως ένας επιπλέον ιδεολογικός μηχανισμός του σχολείου προκειμένου να ελέγχεται και να επιτηρείται ο τρόπος σκέψης και η συμπεριφορά των δασκάλων και κατ’ επέκταση και των μαθητών/τριών σύμφωνα με τις κυρίαρχες αξίες και πρότυπα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διακυβέρνησης.
Επιδιώκουν άβουλους μοιραίους δασκάλους/ες και μαθητές/τριες χωρίς κριτική σκέψη, παρόλο που την επικαλούνται κι αυτήν διαστρεβλώνοντάς την. Στόχος τους λοιπόν είναι η διαμόρφωση εργαζομένων και επιστημόνων χωρίς αντιστάσεις στις πολιτικές αδικίες και ανισότητες. Σε αυτήν την προοπτική επ-ενδύουν τις μυλόπετρες του νεοφιλελευθερισμού με καλύμματα την δήθεν αξιολόγηση, την αριστεία, την κριτική σκέψη, την επιβράβευση και με άλλες εκπαιδευτικές επικλήσεις προκειμένου να συνθλίψουν τις δημοκρατικές και κριτικές φωνές των εκπαιδευτικών χωρίς «πόνο». Στη συνέχεια αυτής της διαδικασίας θα θεωρείται ως φυσική συνέπεια η επιτήρηση, για να εξαφανιστούν από το σχολείο όλες οι εκπαιδευτικές νησίδες συνειδητοποίησης της δημοκρατίας.
Σε αυτό το ταξικό - ιεραρχικό κοινωνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όσο να θέλουν να το κρύψουν, η αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να είναι ιεραρχική -συμμορφωτική και τιμωρητική. Μια εκπαίδευση καλά επιτηρούμενη, χειραγωγημένη, αυταρχική, κατακερματισμένη και κατηγοριοποιημένη θα ζήσουν παιδιά και δάσκαλοι/ες τα επόμενα χρόνια. Πολιτικές που θεοποιούν την «τάξη», ενώ ταυτόχρονα προκαλούν την «αταξία» με χαρακτηριστικά της σε κοινωνικό και εκπαιδευτικό επίπεδο: την πείνα, την αδικία, την εκμετάλλευση, τις ανισότητες και τους ανταγωνισμούς τύπου: Άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος. Αυτά θα είναι τα αποτελέσματα της οικονομικής και εκπαιδευτικής πολιτικής.
Στο σχολείο θα αποτυπώνεται η ζοφερή εικόνα του φόβου, των συνεχών εξετάσεων και της σχολικής αποτυχίας. Καταστάσεις που δεν θα αποδεχτεί -κι εδώ επιβάλλεται να χρησιμοποιήσω το ρήμα «πρέπει» και να πω: δεν «πρέπει να τις αποδεχθεί» η εκπαιδευτική κοινότητα. Είμαι σίγουρος όπως και τότε στα χρόνια του μαύρου επιθεωρητισμού η δυναμική παιδαγωγική σχέση δασκάλου- παιδιού θα δομήσει και θα δομεί καθημερινά συνθήκες δημοκρατικής συνειδητοποίησης, για να δημιουργήσει ρωγμές στον προωθούμενο αυταρχισμό. Η παιδαγωγικής σχέση ως πράξη αλληλεγγύης σίγουρα θα μπολιάζει κάθε εκπαιδευτική δραστηριότητα και θα στήνει αναχώματα προστασίας από τις νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές πολιτικές.
Αυτά συμβαίνουν στην αρρωστημένη περίοδο του κορονοϊού εν μέσω της οποίας χωρίς αιδώ η πολιτική εξουσία επιβάλλει δήθεν μεταρρυθμίσεις με πρώτη εφαρμογή της την τηλ-εκπαίδευση. Μια τυπική ηλεκτρονική τηλε-επικοινωνία δασκάλων- παιδιών (σημαντική δεν λέω), που στα χρόνια του κορονοϊού την φαντασιώνονται κάποιοι/ες ως παιδαγωγική λύση- πρόταση παντός καιρού και πανάκεια. Οφείλουμε να αναδείξουμε τις διαστρεβλώσεις της και κάθε προσπάθεια γενίκευσής της, για να μην αφήσει ως αυτό-άνοσο κατάλοιπο ή ως χρόνια πάθηση –υποκείμενο νόσημα- την τηλε-κατευθυνόμενη σκέψη. Με τρομάζει. Αρνούμαι να δεχτώ το κυρίαρχο ιδεολόγημα ότι για όλα έχει απαντήσεις η τεχνολογία της πληροφορικής και τα εργαλεία της. Οι απαντήσεις δίνονται από τους ανθρώπους με την αξιοποίηση της δύναμης που δημιουργεί η κριτική σκέψη. Τα ζητήματα δεν είναι τεχνολογικά, όπως επιδέξια θέλουν να τα παρουσιάζουν, αλλά πολιτικά, γιατί έχουν σχέση με την δύναμη και την κυριαρχία αυτών που κατέχουν την εξουσία επί των μέσων της τεχνολογίας. Οφείλουμε δάσκαλοι και παιδιά την σκέψη μας να την (ανα-) συγκροτούμε μέσα στην κοινωνία και στην μικροκοινωνία της σχολικής τάξης με περίσκεψη στη χρήση των εργαλείων της τεχνολογίας.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την καμένη γη, που σίγουρα θα είναι από τα πρώτα μαθήματα στην σχολική χρονιά που αρχίζει, να μην αφήσουν καμένα όνειρα. Τα όνειρά (μου στα 61+) μας «πρέπει» να αναδασωθούν- έχουμε χρέος να τα αναδασώσουμε. Αυτόν τον κόσμο δεν τον κληρονομούμε από τους προγόνους μας, αλλά τον δανειζόμαστε από τους απογόνους μας, τα παιδιά. Γι αυτό το χρέος μας στρέφεται προς το μέλλον. Τα παιδιά στο σχολείο είναι το παράθυρο, που θα ανοίξουμε για να μπει το φως και το οξυγόνο, για να καθαριστεί το τοπίο από το πνίξιμο που προκαλούν τα αποκαϊδια όχι μόνο των σύγχρονων πυρκαγιών αλλά και του νεοφιλελευθερισμού. Η συνειδητοποίηση είναι η βάση για το ξεκίνημα. Αν δεν ξέρεις τι απορρίπτεις, δεν ξέρεις πού να στραφείς για να διατυπώσεις μορφωτικές προτάσεις κοινωνικής αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και ισότητας .
Συνεχίζοντας «την παιδαγωγική αφέλεια- ουτοπία» πάντα πίστευα και πιστεύω στη δύναμη των ανθρώπων και την δυνατότητα τους να επινοούν δυναμικές διαδικασίες εξανθρωπισμού και αλληλεγγύης σε κάθε κοινωνική περίσταση. Θεωρούσα και θεωρώ ότι το «ουτοπικό καλό» (:κοινωνική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, ανθρωπισμός, συντροφικότητα κ.α) θα νικήσει μέσα στο σχολείο «το κακό» (:κοινωνική αδικία, ανισότητες, εκμετάλλευση, ατομισμός, νεοφιλελευθερισμός κ.α). Μπορούμε να τα καταφέρουμε;
Η συνειδητοποίηση, όπως τονίζει σε όλο του το έργο ο Φρέιρε, είναι μια σημαντική και ουσιαστική απάντηση και ταυτόχρονα προσωπική πολιτική προσπάθεια του/της καθενός/μιας. Απαιτεί όμως συνεχή εγρήγορση στην δύσκολη καθημερινή προσπάθεια επιβίωσης και διαβίωσης (δύσκολο αγώνα ζωής ατομικό και συλλογικό). Η μόρφωση και η εκπαίδευση είναι για μας εκείνοι οι κοινωνικοί μηχανισμοί, που δεν θα επιτρέψουν να ναρκωθεί το μυαλό μας και να παραιτηθούμε. Ο μεγαλύτερος εκπαιδευτικός αγώνας είναι να μην παραιτηθούμε από την αγάπη για τη ζωή, τον διπλανό μας και το περιβάλλον.
Στα τόσα χρόνια σχέσης μου με το σχολείο (παιδί, έφηβος, νέος εργαζόμενος και σήμερα συνταξιούχος) έμαθα ότι όσο η ελπίδα φέγγει και βαστά, όσο το σθένος ομορφαίνει την ζωή, όσο αγαπά, πονά και είναι αλληλέγγυος ο άνθρωπος, άλλο τόσο θα βρίσκω- θα ανακαλύπτω την ουσία της ζωής στην ομορφιά του αγώνα για τη δικαιοσύνη. Έμαθα- διδάχτηκα μαθήματα Δημοκρατίας κοντά σε πολλούς ανθρώπους, φίλους και συναδέλφους, που είπαν τα δικά τους σημαντικά «όχι» σε κρίσιμες πολιτικές στιγμές.
Με επιπτώσεις στην ζωή τους και χωρίς να υποχωρήσουν από τις αξίες της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας τόλμησαν να συνεχίσουν και έδωσαν και δίνουν τους δικούς τους αγώνες ζωής γράφοντας τη δική τους ιστορία. «Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία. Πώς η ιστορία γίνεται σιωπή» (με ερωτηματικό ή θαυμαστικό από το τραγούδι «Ρόζα» του Α. Αλκαίου) ήταν ο τίτλος του μαθήματός τους. Συνάδελφοι, δάσκαλοί μου, μαθητές/τριες, γονείς τους και φίλοι μου που δεν προφασίστηκαν δυσκολίες και κινδύνους για την ζωή τους μου παρέδωσαν το διαχρονικό συμπέρασμα- ο επίλογος- από αυτό το μάθημα: θα υπάρχουν πάντα προφάσεις, για να μην αντιστέκεται ο άνθρωπος. Αυτός και μόνο θα είναι ικανός λόγος για να μην κατακτήσει την λευτεριά του.
«Αξίζει να υπάρχεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει» (:στίχος στο τραγούδι «Πόρτο Ρίκο» Α. Αλκαίου - Παπακωνσταντίνου)
*Ο Άγγελος Χατζηνικολάου είναι Δάσκαλος, Δρ Παιδαγωγικής του ΠΤΔΕ/ΑΠΘ, που δίδαξε πολλά χρόνια σε σχολεία του Συλλόγου μας και συγκεκριμένα της περιοχής Δενδροποτάμου και συνταξιοδοτήθηκε τον Ιούνιο του 2021. Όλα αυτά τα χρόνια είχε ενεργό συμμετοχή και δράση στις διαδικασίες και τους αγώνες του Συλλόγου και του εκπαιδευτικού κινήματος συνολικότερα.
πηγή: alfavita.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου